λακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λακίζω < λακ(ώ) + -ίζω με βάση το συνοπτικό θέμα λάκησ-.[1] Το ελληνιστικό λακίζω, με διαφορετική σημασία (σχίζω).
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλακίζω, πρτ.: λάκιζα, αόρ.: λάκισα, χωρίς παθητική φωνή
- υποχωρώ, φεύγω τρέχοντας, παίρνω δρόμο, το βάζω στα πόδια
- μόλις το πήραμε χαμπάρι τι απατεώνας ήταν, λάκισε!
- δειλιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λακίζω | λάκιζα | θα λακίζω | να λακίζω | λακίζοντας | |
β' ενικ. | λακίζεις | λάκιζες | θα λακίζεις | να λακίζεις | λάκιζε | |
γ' ενικ. | λακίζει | λάκιζε | θα λακίζει | να λακίζει | ||
α' πληθ. | λακίζουμε | λακίζαμε | θα λακίζουμε | να λακίζουμε | ||
β' πληθ. | λακίζετε | λακίζατε | θα λακίζετε | να λακίζετε | λακίζετε | |
γ' πληθ. | λακίζουν(ε) | λάκιζαν λακίζαν(ε) |
θα λακίζουν(ε) | να λακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάκισα | θα λακίσω | να λακίσω | λακίσει | ||
β' ενικ. | λάκισες | θα λακίσεις | να λακίσεις | λάκισε | ||
γ' ενικ. | λάκισε | θα λακίσει | να λακίσει | |||
α' πληθ. | λακίσαμε | θα λακίσουμε | να λακίσουμε | |||
β' πληθ. | λακίσατε | θα λακίσετε | να λακίσετε | λακίστε | ||
γ' πληθ. | λάκισαν λακίσαν(ε) |
θα λακίσουν(ε) | να λακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λακίσει | είχα λακίσει | θα έχω λακίσει | να έχω λακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λακίσει | είχες λακίσει | θα έχεις λακίσει | να έχεις λακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λακίσει | είχε λακίσει | θα έχει λακίσει | να έχει λακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λακίσει | είχαμε λακίσει | θα έχουμε λακίσει | να έχουμε λακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λακίσει | είχατε λακίσει | θα έχετε λακίσει | να έχετε λακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λακίσει | είχαν λακίσει | θα έχουν λακίσει | να έχουν λακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλακίζω [ᾰ]
- (ελληνιστική κοινή) σχίζω, κάνω κομμάτια
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.