Ετυμολογία

επεξεργασία
λακίζω < λακ(ώ) + -ίζω με βάση το συνοπτικό θέμα λάκησ-.[1] Το ελληνιστικό λακίζω, με διαφορετική σημασία (σχίζω).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /laˈci.zo/

λακίζω, πρτ.: λάκιζα, αόρ.: λάκισα, χωρίς παθητική φωνή

  1. υποχωρώ, φεύγω τρέχοντας, παίρνω δρόμο, το βάζω στα πόδια
    μόλις το πήραμε χαμπάρι τι απατεώνας ήταν, λάκισε!
  2. δειλιάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
λακίζω < λακίς, -ίδος (σχισμένο, κουρέλι)[1] λακ- + -ίζω.

λακίζω []

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.