Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλοαμερικανικός η αγγλοαμερικανική το αγγλοαμερικανικό
      γενική του αγγλοαμερικανικού της αγγλοαμερικανικής του αγγλοαμερικανικού
    αιτιατική τον αγγλοαμερικανικό την αγγλοαμερικανική το αγγλοαμερικανικό
     κλητική αγγλοαμερικανικέ αγγλοαμερικανική αγγλοαμερικανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλοαμερικανικοί οι αγγλοαμερικανικές τα αγγλοαμερικανικά
      γενική των αγγλοαμερικανικών των αγγλοαμερικανικών των αγγλοαμερικανικών
    αιτιατική τους αγγλοαμερικανικούς τις αγγλοαμερικανικές τα αγγλοαμερικανικά
     κλητική αγγλοαμερικανικοί αγγλοαμερικανικές αγγλοαμερικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλοαμερικανικός < αγγλο- + αμερικανικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.glo.a.me.ɾi.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γλο‐α‐με‐ρι‐κα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αγγλοαμερικανικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία