Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγελοκρούω < αγγελο- + κρούω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈkɾu.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γε‐λο‐κρού‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

αγγελοκρούω, πρτ.: αγγελόκρουα, αόρ.: αγγελόκρουσα, παθ.φωνή: αγγελοκρούομαι, π.αόρ.: αγγελοκρούστηκα, μτχ.π.π.: αγγελοκρουσμένος

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) βλέπω τον άγγελο του θανάτου καθώς αφήνω την τελευταία μου πνοή, καθώς ψυχορραγώ
    την ώρα που θα σπαράζω και θα αγγελοκρούομαι θέλω να'μαι μόνος
     συνώνυμα: αγγελοθωρώ, αγγελιάζομαι, χαροπαλεύω
  2. (ενεργητική φωνή)  συνώνυμα: τρομάζω, εκφοβίζω
  3. χτυπιέμαι από πνεύμα
    Η κακομοίρα αγγελοκρούστηκε όταν ήταν ακόμα παιδούλα και από τότε είναι έτσι
     συνώνυμα: δαιμονίζομαι, σεληνιάζομαι, τρελαίνομαι
  4. κλυδωνίζω όπως σε τρικυμία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία