αγγελοκρούω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈkɾu.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λο‐κρού‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααγγελοκρούω, πρτ.: αγγελόκρουα, αόρ.: αγγελόκρουσα, παθ.φωνή: αγγελοκρούομαι, π.αόρ.: αγγελοκρούστηκα, μτχ.π.π.: αγγελοκρουσμένος
- (συνήθως στην παθητική φωνή) βλέπω τον άγγελο του θανάτου καθώς αφήνω την τελευταία μου πνοή, καθώς ψυχορραγώ
- την ώρα που θα σπαράζω και θα αγγελοκρούομαι θέλω να'μαι μόνος
- ≈ συνώνυμα: αγγελοθωρώ, αγγελιάζομαι, χαροπαλεύω
- (ενεργητική φωνή) ≈ συνώνυμα: τρομάζω, εκφοβίζω
- χτυπιέμαι από πνεύμα
- Η κακομοίρα αγγελοκρούστηκε όταν ήταν ακόμα παιδούλα και από τότε είναι έτσι
- ≈ συνώνυμα: δαιμονίζομαι, σεληνιάζομαι, τρελαίνομαι
- κλυδωνίζω όπως σε τρικυμία
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αγγελοκόβω
- → και δείτε τις λέξεις αγγελο-, άγγελος και κρούω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγελοκρούω | αγγελόκρουα | θα αγγελοκρούω | να αγγελοκρούω | αγγελοκρούοντας | |
β' ενικ. | αγγελοκρούεις | αγγελόκρουες | θα αγγελοκρούεις | να αγγελοκρούεις | αγγελόκρουε | |
γ' ενικ. | αγγελοκρούει | αγγελόκρουε | θα αγγελοκρούει | να αγγελοκρούει | ||
α' πληθ. | αγγελοκρούουμε | αγγελοκρούαμε | θα αγγελοκρούουμε | να αγγελοκρούουμε | ||
β' πληθ. | αγγελοκρούετε | αγγελοκρούατε | θα αγγελοκρούετε | να αγγελοκρούετε | αγγελοκρούετε | |
γ' πληθ. | αγγελοκρούουν(ε) | αγγελόκρουαν αγγελοκρούαν(ε) |
θα αγγελοκρούουν(ε) | να αγγελοκρούουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγγελόκρουσα | θα αγγελοκρούσω | να αγγελοκρούσω | αγγελοκρούσει | ||
β' ενικ. | αγγελόκρουσες | θα αγγελοκρούσεις | να αγγελοκρούσεις | αγγελόκρουσε | ||
γ' ενικ. | αγγελόκρουσε | θα αγγελοκρούσει | να αγγελοκρούσει | |||
α' πληθ. | αγγελοκρούσαμε | θα αγγελοκρούσουμε | να αγγελοκρούσουμε | |||
β' πληθ. | αγγελοκρούσατε | θα αγγελοκρούσετε | να αγγελοκρούσετε | αγγελοκρούστε | ||
γ' πληθ. | αγγελόκρουσαν αγγελοκρούσαν(ε) |
θα αγγελοκρούσουν(ε) | να αγγελοκρούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγγελοκρούσει | είχα αγγελοκρούσει | θα έχω αγγελοκρούσει | να έχω αγγελοκρούσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγγελοκρούσει | είχες αγγελοκρούσει | θα έχεις αγγελοκρούσει | να έχεις αγγελοκρούσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγγελοκρούσει | είχε αγγελοκρούσει | θα έχει αγγελοκρούσει | να έχει αγγελοκρούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγελοκρούσει | είχαμε αγγελοκρούσει | θα έχουμε αγγελοκρούσει | να έχουμε αγγελοκρούσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγγελοκρούσει | είχατε αγγελοκρούσει | θα έχετε αγγελοκρούσει | να έχετε αγγελοκρούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγελοκρούσει | είχαν αγγελοκρούσει | θα έχουν αγγελοκρούσει | να έχουν αγγελοκρούσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγελοκρούομαι | αγγελοκρουόμουν(α) | θα αγγελοκρούομαι | να αγγελοκρούομαι | ||
β' ενικ. | αγγελοκρούεσαι | αγγελοκρουόσουν(α) | θα αγγελοκρούεσαι | να αγγελοκρούεσαι | ||
γ' ενικ. | αγγελοκρούεται | αγγελοκρουόταν(ε) | θα αγγελοκρούεται | να αγγελοκρούεται | ||
α' πληθ. | αγγελοκρουόμαστε | αγγελοκρουόμαστε αγγελοκρουόμασταν |
θα αγγελοκρουόμαστε | να αγγελοκρουόμαστε | ||
β' πληθ. | αγγελοκρούεστε | αγγελοκρουόσαστε αγγελοκρουόσασταν |
θα αγγελοκρούεστε | να αγγελοκρούεστε | (αγγελοκρούεστε) | |
γ' πληθ. | αγγελοκρούονται | αγγελοκρούονταν αγγελοκρουόντουσαν |
θα αγγελοκρούονται | να αγγελοκρούονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγγελοκρούστηκα | θα αγγελοκρουστώ | να αγγελοκρουστώ | αγγελοκρουστεί | ||
β' ενικ. | αγγελοκρούστηκες | θα αγγελοκρουστείς | να αγγελοκρουστείς | αγγελοκρούσου | ||
γ' ενικ. | αγγελοκρούστηκε | θα αγγελοκρουστεί | να αγγελοκρουστεί | |||
α' πληθ. | αγγελοκρουστήκαμε | θα αγγελοκρουστούμε | να αγγελοκρουστούμε | |||
β' πληθ. | αγγελοκρουστήκατε | θα αγγελοκρουστείτε | να αγγελοκρουστείτε | αγγελοκρουστείτε | ||
γ' πληθ. | αγγελοκρούστηκαν αγγελοκρουστήκαν(ε) |
θα αγγελοκρουστούν(ε) | να αγγελοκρουστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγγελοκρουστεί | είχα αγγελοκρουστεί | θα έχω αγγελοκρουστεί | να έχω αγγελοκρουστεί | αγγελοκρουσμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγγελοκρουστεί | είχες αγγελοκρουστεί | θα έχεις αγγελοκρουστεί | να έχεις αγγελοκρουστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγγελοκρουστεί | είχε αγγελοκρουστεί | θα έχει αγγελοκρουστεί | να έχει αγγελοκρουστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγελοκρουστεί | είχαμε αγγελοκρουστεί | θα έχουμε αγγελοκρουστεί | να έχουμε αγγελοκρουστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγγελοκρουστεί | είχατε αγγελοκρουστεί | θα έχετε αγγελοκρουστεί | να έχετε αγγελοκρουστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγελοκρουστεί | είχαν αγγελοκρουστεί | θα έχουν αγγελοκρουστεί | να έχουν αγγελοκρουστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγγελοκρουσμένος - είμαστε, είστε, είναι αγγελοκρουσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγγελοκρουσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγγελοκρουσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγγελοκρουσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγγελοκρουσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγγελοκρουσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγγελοκρουσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγελοκρούω
Πηγές
επεξεργασία- αγγελοκρούω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .