Ετυμολογία

επεξεργασία
δαιμονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαιμονίζω (ελληνιστική κοινή) δαιμονίζομαι

δαιμονίζομαι, πρτ.: δαιμονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα δαιμονιστώ, αόρ.: δαιμονίστηκα, μτχ.π.π.: δαιμονισμένος

  1. βρίσκομαι υπό την επήρεια δαιμόνων
  2. (μεταφορικά) γίνομαι έξαλλος, εξαγριώνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία