Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγείωση οι αγγειώσεις
      γενική της αγγείωσης* των αγγειώσεων
    αιτιατική την αγγείωση τις αγγειώσεις
     κλητική αγγείωση αγγειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγγειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγείωση < αγγεί(ο) + -ωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vascularisation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγείωση θηλυκό

  • ο σχηματισμός αγγείων

  Μεταφράσεις επεξεργασία