ενικός         πληθυντικός  
vascularisation vascularisations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
vascularisation < vasculariser + -ation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vas.ky.la.ʁi.za.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vascularisation (fr) θηλυκό