αβδελλιάζω
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβδελλιάζω < α- προτακτικό + βδελλιάζω < βδέλλα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vðeˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βδελ‐λιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααβδελλιάζω, αόρ.: αβδέλλιασα, παθ.φωνή: αβδελλιάζομαι, π.αόρ.: αβδελλιάστηκα
- άλλη μορφή του βδελλιάζω
- (αμετάβατο) αποκτώ βδέλλες
- ⮡ το νερό αβδέλλιασε (έχει βδέλλες)
- κτηνιατρική, αμετάβατο) νοσώ από διστομίαση (κλαπάτσα), κυρίως για χορτοφάγα ζώα, πρόβατα, βόδια, που μπορούν να πιουν νερό γεμάτο με (α)βδέλλες
- (μεταβατικό) τοποθετώ βδέλλες για αφαίμαξη
- → δείτε το ελληνιστικό βδελλίζω
- (αμετάβατο) αποκτώ βδέλλες
- (σπάνιο, μεταβατικό συγκολλώ δύο ξύλα (συνήθως σανίδες) ή μέταλλα[2] χρησιμοποιώντας μικρά σιδερένια στοιχεία (ελάσματα) που έχουν το σχήμα βδέλλας
- ⮡ αβδέλλιασα τις σανίδες, τις έβαλα αβδελλιαστά
- άλλες μορφές: αβδελλώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαστη σημασία «νοσώ» ή «έχω βδέλλες»
στη σημασία «ενώνω δύο ξύλα ή μέταλλα»
- αβδελλιαστά (επίρρημα)
- αβδελλιαστός
→ και δείτε τις λέξεις βδελλιάζω και βδέλλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβδελλιάζω | αβδελλίαζα | θα αβδελλιάζω | να αβδελλιάζω | αβδελλιάζοντας | |
β' ενικ. | αβδελλιάζεις | αβδελλίαζες | θα αβδελλιάζεις | να αβδελλιάζεις | αβδελλίαζε | |
γ' ενικ. | αβδελλιάζει | αβδελλίαζε | θα αβδελλιάζει | να αβδελλιάζει | ||
α' πληθ. | αβδελλιάζουμε | αβδελλιάζαμε | θα αβδελλιάζουμε | να αβδελλιάζουμε | ||
β' πληθ. | αβδελλιάζετε | αβδελλιάζατε | θα αβδελλιάζετε | να αβδελλιάζετε | αβδελλιάζετε | |
γ' πληθ. | αβδελλιάζουν(ε) | αβδελλίαζαν αβδελλιάζαν(ε) |
θα αβδελλιάζουν(ε) | να αβδελλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβδελλίασα | θα αβδελλιάσω | να αβδελλιάσω | αβδελλιάσει | ||
β' ενικ. | αβδελλίασες | θα αβδελλιάσεις | να αβδελλιάσεις | αβδελλίασε | ||
γ' ενικ. | αβδελλίασε | θα αβδελλιάσει | να αβδελλιάσει | |||
α' πληθ. | αβδελλιάσαμε | θα αβδελλιάσουμε | να αβδελλιάσουμε | |||
β' πληθ. | αβδελλιάσατε | θα αβδελλιάσετε | να αβδελλιάσετε | αβδελλιάστε | ||
γ' πληθ. | αβδελλίασαν αβδελλιάσαν(ε) |
θα αβδελλιάσουν(ε) | να αβδελλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αβδελλιάσει | είχα αβδελλιάσει | θα έχω αβδελλιάσει | να έχω αβδελλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αβδελλιάσει | είχες αβδελλιάσει | θα έχεις αβδελλιάσει | να έχεις αβδελλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αβδελλιάσει | είχε αβδελλιάσει | θα έχει αβδελλιάσει | να έχει αβδελλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αβδελλιάσει | είχαμε αβδελλιάσει | θα έχουμε αβδελλιάσει | να έχουμε αβδελλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αβδελλιάσει | είχατε αβδελλιάσει | θα έχετε αβδελλιάσει | να έχετε αβδελλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αβδελλιάσει | είχαν αβδελλιάσει | θα έχουν αβδελλιάσει | να έχουν αβδελλιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβδελλιάζομαι | αβδελλιαζόμουν(α) | θα αβδελλιάζομαι | να αβδελλιάζομαι | ||
β' ενικ. | αβδελλιάζεσαι | αβδελλιαζόσουν(α) | θα αβδελλιάζεσαι | να αβδελλιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αβδελλιάζεται | αβδελλιαζόταν(ε) | θα αβδελλιάζεται | να αβδελλιάζεται | ||
α' πληθ. | αβδελλιαζόμαστε | αβδελλιαζόμαστε αβδελλιαζόμασταν |
θα αβδελλιαζόμαστε | να αβδελλιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αβδελλιάζεστε | αβδελλιαζόσαστε αβδελλιαζόσασταν |
θα αβδελλιάζεστε | να αβδελλιάζεστε | (αβδελλιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αβδελλιάζονται | αβδελλιάζονταν αβδελλιαζόντουσαν |
θα αβδελλιάζονται | να αβδελλιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβδελλιάστηκα | θα αβδελλιαστώ | να αβδελλιαστώ | αβδελλιαστεί | ||
β' ενικ. | αβδελλιάστηκες | θα αβδελλιαστείς | να αβδελλιαστείς | αβδελλιάσου | ||
γ' ενικ. | αβδελλιάστηκε | θα αβδελλιαστεί | να αβδελλιαστεί | |||
α' πληθ. | αβδελλιαστήκαμε | θα αβδελλιαστούμε | να αβδελλιαστούμε | |||
β' πληθ. | αβδελλιαστήκατε | θα αβδελλιαστείτε | να αβδελλιαστείτε | αβδελλιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αβδελλιάστηκαν αβδελλιαστήκαν(ε) |
θα αβδελλιαστούν(ε) | να αβδελλιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αβδελλιαστεί | είχα αβδελλιαστεί | θα έχω αβδελλιαστεί | να έχω αβδελλιαστεί | ||
β' ενικ. | έχεις αβδελλιαστεί | είχες αβδελλιαστεί | θα έχεις αβδελλιαστεί | να έχεις αβδελλιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αβδελλιαστεί | είχε αβδελλιαστεί | θα έχει αβδελλιαστεί | να έχει αβδελλιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αβδελλιαστεί | είχαμε αβδελλιαστεί | θα έχουμε αβδελλιαστεί | να έχουμε αβδελλιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αβδελλιαστεί | είχατε αβδελλιαστεί | θα έχετε αβδελλιαστεί | να έχετε αβδελλιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αβδελλιαστεί | είχαν αβδελλιαστεί | θα έχουν αβδελλιαστεί | να έχουν αβδελλιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβδελλιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβδελλιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ἀβδελλιάζω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .