αβδελλώνω
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβδελλώνω < αβδελλ(ιάζω) + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vðeˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βδελ‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααβδελλώνω, αόρ.: αβδέλλωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αβδελλιάζω[1] (στη σημασία «συγκολλώ»)[2]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αβδελλιάζω και βδέλλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβδελλώνω | αβδέλλωνα | θα αβδελλώνω | να αβδελλώνω | αβδελλώνοντας | |
β' ενικ. | αβδελλώνεις | αβδέλλωνες | θα αβδελλώνεις | να αβδελλώνεις | αβδέλλωνε | |
γ' ενικ. | αβδελλώνει | αβδέλλωνε | θα αβδελλώνει | να αβδελλώνει | ||
α' πληθ. | αβδελλώνουμε | αβδελλώναμε | θα αβδελλώνουμε | να αβδελλώνουμε | ||
β' πληθ. | αβδελλώνετε | αβδελλώνατε | θα αβδελλώνετε | να αβδελλώνετε | αβδελλώνετε | |
γ' πληθ. | αβδελλώνουν(ε) | αβδέλλωναν αβδελλώναν(ε) |
θα αβδελλώνουν(ε) | να αβδελλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβδέλλωσα | θα αβδελλώσω | να αβδελλώσω | αβδελλώσει | ||
β' ενικ. | αβδέλλωσες | θα αβδελλώσεις | να αβδελλώσεις | αβδέλλωσε | ||
γ' ενικ. | αβδέλλωσε | θα αβδελλώσει | να αβδελλώσει | |||
α' πληθ. | αβδελλώσαμε | θα αβδελλώσουμε | να αβδελλώσουμε | |||
β' πληθ. | αβδελλώσατε | θα αβδελλώσετε | να αβδελλώσετε | αβδελλώστε | ||
γ' πληθ. | αβδέλλωσαν αβδελλώσαν(ε) |
θα αβδελλώσουν(ε) | να αβδελλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αβδελλώσει | είχα αβδελλώσει | θα έχω αβδελλώσει | να έχω αβδελλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αβδελλώσει | είχες αβδελλώσει | θα έχεις αβδελλώσει | να έχεις αβδελλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αβδελλώσει | είχε αβδελλώσει | θα έχει αβδελλώσει | να έχει αβδελλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αβδελλώσει | είχαμε αβδελλώσει | θα έχουμε αβδελλώσει | να έχουμε αβδελλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αβδελλώσει | είχατε αβδελλώσει | θα έχετε αβδελλώσει | να έχετε αβδελλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αβδελλώσει | είχαν αβδελλώσει | θα έχουν αβδελλώσει | να έχουν αβδελλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκολλώ ξύλα ή μέταλλα με ελάσματα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβδελλώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
ΣτΕ: Δεν προσδιορίζει σε ποια σημασία είναι συνώνυμο. - ↑ «ἀβδελλώνω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .