↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβαρεσιά οι αβαρεσιές
      γενική της αβαρεσιάς των αβαρεσιών
    αιτιατική την αβαρεσιά τις αβαρεσιές
     κλητική αβαρεσιά αβαρεσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβαρεσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβαρεσία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) πβ. αβάρετος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.va.ɾeˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ρε‐σιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβαρεσιά θηλυκό

  • (λαϊκό) προθυμία για εργασία
    Αβαρεσιά που την έχεις να τρέχεις για τις δουλειές του!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία