πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβαρεσιά οι αβαρεσιές
      γενική της αβαρεσιάς των αβαρεσιών
    αιτιατική την αβαρεσιά τις αβαρεσιές
     κλητική αβαρεσιά αβαρεσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αβαρεσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβαρεσία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) πβ. αβάρετος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβαρεσιά θηλυκό

  • (λαϊκό) προθυμία για εργασία
      Αβαρεσιά που την έχεις να τρέχεις για τις δουλειές του!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία