αβαρεσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβαρεσιά | οι | αβαρεσιές |
γενική | της | αβαρεσιάς | των | αβαρεσιών |
αιτιατική | την | αβαρεσιά | τις | αβαρεσιές |
κλητική | αβαρεσιά | αβαρεσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αβαρεσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβαρεσία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) πβ. αβάρετος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.va.ɾeˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐ρε‐σιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αβαρεσιά θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβαρεσιά
Πηγές
επεξεργασία
- αβαρεσιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας