ήρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ήρα | οι | ήρες |
γενική | της | ήρας | των | (ηρών) |
αιτιατική | την | ήρα | τις | ήρες |
κλητική | ήρα | ήρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήρα < αρχαία ελληνική αἶρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαήρα θηλυκό
- (βοτανική) το ζιζάνιο, είδος λολίου, που φυτρώνει ανάμεσα στα δημητριακά
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ήρα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαήρα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αίρω