Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έκπλυμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
έκπλυμα
τα
εκπλύμα
τ
α
γενική
του
εκπλύμα
τ
ος
των
εκπλυμά
τ
ων
αιτιατική
το
έκπλυμα
τα
εκπλύμα
τ
α
κλητική
έκπλυμα
εκπλύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
έκπλυμα
<
εκπλύνω
+
-μα
<
αρχαία ελληνική
ἐκπλύνω
<
ἐκ
+
πλύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
έκπλυμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
εκπλύνω
(
ειδικότερα
)
υγρό
με
ποικίλη
σύσταση
που προκύπτει από την
έκπλυση
ενός
οργάνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
έκπλυμα