Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπλύνω < αρχαία ελληνική ἐκπλύνω < ἐκ + πλύνω

  Ρήμα επεξεργασία

εκπλύνω ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία