έγχυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έγχυμα | τα | εγχύματα |
γενική | του | εγχύματος | των | εγχυμάτων |
αιτιατική | το | έγχυμα | τα | εγχύματα |
κλητική | έγχυμα | εγχύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγχυμα < ελληνιστική κοινή ἔγχῠμα < αρχαία ελληνική ἐγχέω < χέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέγχυμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του εγχέω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έγχυμα
|