έγκλεισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκλει‐σμα
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐κλει‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
έγκλεισμα ουδέτερο
- (γεωλογία) ξένο μικροσκοπικό σώμα σε διάφορες μορφές (στερεή, υγρή, αέρια) που έχει εγκλειστεί / εγκλωβιστεί σε κρυστάλλους ορυκτών