έβδομος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
έβδομος, -η, -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον έκτο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν εφτά (7)
- ο ένας από τους εφτά ίσους όρους ενός συνόλου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
έβδομος
έβδομος, -η, -ο