Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άφρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
άφρισμα
τα
αφρίσμα
τ
α
γενική
του
αφρίσμα
τ
ος
των
αφρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
άφρισμα
τα
αφρίσμα
τ
α
κλητική
άφρισμα
αφρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
άφρισμα
<
αφρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άφρισμα
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
) το
αποτέλεσμα
του
αφρίζω
άλλες μορφές:
αφρισμός
(
μεταφορικά
) το
αποτέλεσμα
του
αφρίζω
≈
συνώνυμα
:
οργή
,
θυμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άφρισμα
αγγλικά
:
foaming
(en)
,
frothing
(en)