αφρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφρισμός | οι | αφρισμοί |
γενική | του | αφρισμού | των | αφρισμών |
αιτιατική | τον | αφρισμό | τους | αφρισμούς |
κλητική | αφρισμέ | αφρισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφρισμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) το αποτέλεσμα του αφρίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφρισμός
|