άφευκτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άφευκτο | τα | άφευκτα |
γενική | του | άφευκτου | των | άφευκτων |
αιτιατική | το | άφευκτο | τα | άφευκτα |
κλητική | άφευκτο | άφευκτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άφευκτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άφευκτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
άφευκτο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άφευκτο
|