Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπορος η άσπορη το άσπορο
      γενική του άσπορου της άσπορης του άσπορου
    αιτιατική τον άσπορο την άσπορη το άσπορο
     κλητική άσπορε άσπορη άσπορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσποροι οι άσπορες τα άσπορα
      γενική των άσπορων των άσπορων των άσπορων
    αιτιατική τους άσπορους τις άσπορες τα άσπορα
     κλητική άσποροι άσπορες άσπορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άσπορος < ά- στερητικό + σπόρ(ος) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

άσπορος, -η, -ο

  1. που δε σπάρθηκε
     συνώνυμα: άσπαρτος
  2. που δεν έσπειρε
  3. άγονος, στείρος
  4. που φυτρώνει ή γεννιέται χωρίς σπέρμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία