Δείτε επίσης: ἄορνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άορνος η άορνη το άορνο
      γενική του άορνου της άορνης του άορνου
    αιτιατική τον άορνο την άορνη το άορνο
     κλητική άορνε άορνη άορνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άορνοι οι άορνες τα άορνα
      γενική των άορνων των άορνων των άορνων
    αιτιατική τους άορνους τις άορνες τα άορνα
     κλητική άορνοι άορνες άορνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άορνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄορνος < ἄ- στερητικό + ὄρνεον (όρνεο, όρνιο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.oɾ.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ορ‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

άορνος, -η, -ο

  • μέρος ή τόπος χωρίς πουλιά
    Η Αχερουσία λίμνη, ήταν τόπος άορνος, όπου τα πτηνά έπεφταν νεκρά λόγω αναθυμιάσεων.
    Η «Άορνος Πέτρα» σε οροπέδιο της Βακτριανής που κυρίευσε ο Μέγας Αλέξανδρος, όπου λόγω του υψομέτρου δεν πετούσαν πουλιά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία