άξυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άξυλος | η | άξυλη | το | άξυλο |
γενική | του | άξυλου | της | άξυλης | του | άξυλου |
αιτιατική | τον | άξυλο | την | άξυλη | το | άξυλο |
κλητική | άξυλε | άξυλη | άξυλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άξυλοι | οι | άξυλες | τα | άξυλα |
γενική | των | άξυλων | των | άξυλων | των | άξυλων |
αιτιατική | τους | άξυλους | τις | άξυλες | τα | άξυλα |
κλητική | άξυλοι | άξυλες | άξυλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άξυλος < αρχαία ελληνική ἄξυλος
Επίθετο
επεξεργασίαάξυλος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξύλο