άνοσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνοσμος | η | άνοσμη | το | άνοσμο |
γενική | του | άνοσμου | της | άνοσμης | του | άνοσμου |
αιτιατική | τον | άνοσμο | την | άνοσμη | το | άνοσμο |
κλητική | άνοσμε | άνοσμη | άνοσμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνοσμοι | οι | άνοσμες | τα | άνοσμα |
γενική | των | άνοσμων | των | άνοσμων | των | άνοσμων |
αιτιατική | τους | άνοσμους | τις | άνοσμες | τα | άνοσμα |
κλητική | άνοσμοι | άνοσμες | άνοσμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνοσμος < αρχαία ελληνική ἄνοσμος / ἄοσμος < α- + ὀσμή
Επίθετο
επεξεργασίαάνοσμος, -η, -ο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του άοσμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άνοσμος
|