άνηβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνηβος | η | άνηβη | το | άνηβο |
γενική | του | άνηβου | της | άνηβης | του | άνηβου |
αιτιατική | τον | άνηβο | την | άνηβη | το | άνηβο |
κλητική | άνηβε | άνηβη | άνηβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνηβοι | οι | άνηβες | τα | άνηβα |
γενική | των | άνηβων | των | άνηβων | των | άνηβων |
αιτιατική | τους | άνηβους | τις | άνηβες | τα | άνηβα |
κλητική | άνηβοι | άνηβες | άνηβα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνηβος < αρχαία ελληνική ἄνηβος < ἀ- + ἥβη
Επίθετο
επεξεργασίαάνηβος, -η, -ο
- μα η αδυναμία του ήταν οι αραπίνες - τα μικρά άγουρα κορίτσια με το αγορίσιο άνηβο κορμί (Γ. Καραγάτσης, «Το αφεντικό»)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ήβη