Φιλαδέλφεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φιλαδέλφεια | οι | Φιλαδέλφειες |
γενική | της | Φιλαδέλφειας | των | Φιλαδελφειών |
αιτιατική | τη | Φιλαδέλφεια | τις | Φιλαδέλφειες |
κλητική | Φιλαδέλφεια | Φιλαδέλφειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Φιλαδέλφεια < ελληνιστική κοινή Φιλαδέλφεια < Φιλάδελφος < ελληνιστική κοινή φιλάδελφος < φίλος + ἀδελφός (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική Philadelphia)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Φιλαδέλφεια θηλυκό
- (αρχαία) πόλη της Μικράς Ασίας
- πόλη των ΗΠΑ, στην πολιτεία Πενσυλβάνια
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Φιλαδέλφεια
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)