Δείτε επίσης: υψηλότατος, ὑψηλότατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Υψηλότατος οι Υψηλότατοι
      γενική του Υψηλοτάτου των Υψηλοτάτων
    αιτιατική τον Υψηλότατο τους Υψηλοτάτους
     κλητική Υψηλότατε Υψηλότατοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Υψηλότατος < υψηλότατος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Altesse < altesse

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.psiˈlo.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Υ‐ψη‐λό‐τα‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Υψηλότατος (θηλυκό Υψηλοτάτη)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία