Υψηλοτάτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Υψηλοτάτη | ||
γενική | της | Υψηλοτάτης | ||
αιτιατική | την | Υψηλοτάτη | ||
κλητική | Υψηλοτάτη | |||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Υψηλοτάτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑψηλοτάτη → και δείτε τη λέξη Υψηλότατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.psi.loˈta.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐ψη‐λο‐τά‐τη
- τονικό παρώνυμο: υψηλότατη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΥψηλοτάτη θηλυκό (αρσενικό Υψηλότατος)
- (προσφώνηση) για πριγκίπισσα
- ≈ συνώνυμα: η Υψηλότητά σας, η Αυτής Υψηλότης, η Αυτής Υψηλότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις Υψηλότατος, Υψηλότης και υψηλός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Υψηλότατος
Υψηλοτάτη
|