Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρωικός η τρωική το τρωικό
      γενική του τρωικού της τρωικής του τρωικού
    αιτιατική τον τρωικό την τρωική το τρωικό
     κλητική τρωικέ τρωική τρωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρωικοί οι τρωικές τα τρωικά
      γενική των τρωικών των τρωικών των τρωικών
    αιτιατική τους τρωικούς τις τρωικές τα τρωικά
     κλητική τρωικοί τρωικές τρωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρωικός < Τρωάδα

  Επίθετο επεξεργασία

τρωικός

  1. που σχετίζεται με την αρχαία πόλη της Τροίας και τη χώρα της Τρωάδας, συνήθως αναφερόμενος όμως είναι ο δεκαετής "Τρωικός πόλεμος" (η γη της Τρωάδας ή των Τρώων και όχι η "τρωική χώρα")
  2. (αστρονομία) σώμα το οποίο βρίσκεται παγιδευμένο στα λαγκραζιανά σημεία ενός πλανήτη ή ενός δορυφόρου. Λέγεται και τρωικό αντικείμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία