Τριποδίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τριποδίσκος | ||
γενική | του | Τριποδίσκου | ||
αιτιατική | τον | Τριποδίσκο | ||
κλητική | Τριποδίσκο | |||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τριποδίσκος < αρχαία ελληνική Τριποδίσκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾi.poˈði.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρι‐πο‐δί‐σκος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τριποδίσκος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Μάζι (πρώην ονομασία)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τριποδίσκος
Πηγές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Τριποδίσκος | ||
γενική | τοῦ | Τριποδίσκου | ||
δοτική | τῷ | Τριποδίσκῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Τριποδίσκον | ||
κλητική ὦ! | Τριποδίσκε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τριποδίσκος < τρίπους
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τριποδίσκος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Τριποδίσκος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.