Τριποδισκαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Τριποδισκαῖος | οἱ | Τριποδισκαῖοι | ||||
γενική | τοῦ | Τριποδισκαίου | τῶν | Τριποδισκαίων | ||||
δοτική | τῷ | Τριποδισκαίῳ | τοῖς | Τριποδισκαίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Τριποδισκαῖον | τοὺς | Τριποδισκαίους | ||||
κλητική ὦ! | Τριποδισκαῖε | Τριποδισκαῖοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τριποδισκαίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Τριποδισκαίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τριποδισκαῖος < Τριποδίσκ(ος) + -αῖος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΤριποδισκαῖος αρσενικό (ελληνιστική κοινή) ως επίθετο μονογενές μονοκατάληκτο
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τον Τριποδίσκο
Πηγές
επεξεργασία- Τριποδισκαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Τριποδισκαῖος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.