Τρελοβούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Τρελοβούνι | τα | Τρελοβούνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Τρελοβούνι | τα | Τρελοβούνια |
κλητική | Τρελοβούνι | Τρελοβούνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. Και γενική ενικού «του Τρελοβουνιού». | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τρελοβούνι < τρελο- + βουν(ό) + -ι
- Κατά τον Ρίζο-Ραγκαβή,[1] μεταφραστικό δάνειο από τη βενετική Monte matto < monte (βουνό) matto (τρελό), παρετυμολογία λόγω παρήχησης προς το < Monte Imét < όρος Υμηττός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾe.loˈvu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρε‐λο‐βού‐νι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤρελοβούνι ουδέτερο
- ονομασία του όρους Υμηττός
- ※ Ὁ Μελέτιος ἐν τῇ Γεωγραφίᾳ αὐτοῦ σημειοῖ ὅτι ὁ Ὑμηττὸς ἀπεκαλεῖτο ἐπὶ Τουρκοκρατίας «Τηλεβοῦνι», ὅπερ βεβαίως προέρχεται ἐξ ἐπιδιορθώσεως τοῦ ὀνόματος Τρελοβοῦνι. (Δημήτριος Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, (Εν Αθήναις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1890, επανέκδοση: 2015), σελ. 188)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Τρελλοβούνι (παρωχημένη γραφή)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, Τα Ελληνικά, (Εν Αθήναις: Τυπογραφείο Κ. Αντωνιάδου, 1853), σελ. 160)