Τρίτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τρίτος < τρίτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤρίτος αρσενικό (θηλυκό Τρίτου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Τρίτος | οἱ | Τρίτοι |
γενική | τοῦ | Τρίτου | τῶν | Τρίτων |
δοτική | τῷ | Τρίτῳ | τοῖς | Τρίτοις |
αιτιατική | τὸν | Τρίτον | τοὺς | Τρίτους |
κλητική ὦ! | Τρίτε | Τρίτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τρίτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Τρίτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τρίτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤρίτος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press