Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τερζιμπάσογλου οι Τερζιμπάσογλοι
Τερζιμπασογλαίοι
οι Τερζιμπάσογλου
      γενική του/της Τερζιμπάσογλου των Τερζιμπάσογλων
Τερζιμπασογλαίων
των Τερζιμπάσογλου
    αιτιατική τον/την Τερζιμπάσογλου τους Τερζιμπάσογλους
Τερζιμπασογλαίους
τους/τις Τερζιμπάσογλου
     κλητική Τερζιμπάσογλου Τερζιμπάσογλοι
Τερζιμπασογλαίοι
Τερζιμπάσογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τερζιμπάσογλου < οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική γλώσσα Terzibaşoğlu· Τερζίμπα(σης) + -ογλου, κυριολεκτικά «ο γιος του τερζίμπαση (αρχιράφτη)».

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τερζιμπάσογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και Τερζής

Μεταγραφές επεξεργασία