αρχιράφτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιράφτης αρσενικό (θηλυκό αρχιράφτρα)
- (επάγγελμα) ο επικεφαλής ράφτης, αυτός που προΐσταται των ραφτών και των μοδιστριών
- ≈ συνώνυμα: τερζίμπασης (τουρκικής προέλευσης, παρωχημένο)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- → δείτε και Ραπτάρχης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιράφτης