Συΐδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Συΐδες | ||
γενική | των | Συϊδών | ||
αιτιατική | τους | Συΐδες | ||
κλητική | Συΐδες | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συΐδες < λόγιο ενδογενές δάνειο: καθαρεύουσα Συΐδαι < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Suidae (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική σῦς + -ίδης (πληθυντικός -ίδαι > -ίδες)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣυΐδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - οικογένεια: που αποτελείται από αρτιοδάκτυλα θηλαστικά, όπως ο χοίρος, ο αγριόχοιρος, ο ποταμόχοιρος, ο φακόχοιρος κ.ά.