↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σούλι τα Σούλια
      γενική του Σουλίου των Σουλίων
    αιτιατική το Σούλι τα Σούλια
     κλητική Σούλι Σούλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σούλι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shul[1] + < πρωτοαλβανικό *kśul(V)n < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kald- / *klād-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ξύλον

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σούλι ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Συμεωνίδης Χαράλαμπος, (2010). Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι 1-2. Λευκωσία-Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, ISBN 978-960-92762-0-7., τ. Β΄, σ. 1295