πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σούλι τα Σούλια
      γενική του Σουλίου των Σουλίων
    αιτιατική το Σούλι τα Σούλια
     κλητική Σούλι Σούλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Σούλι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shul[1] + < πρωτοαλβανικό *kśul(V)n < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kald- / *klād-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ξύλον

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σούλι ουδέτερο

  1. ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου, μια ομοσπονδία χωριών, γνωστών ως Σουλιωτοχώρια
      και νά σου οι Σπάρτες φύτρωσαν κι εκεί, και νά τα Σούλια!
    Κωστής Παλαμάς, «Ο ύμνος των αντρείων», ποιητική συλλογή Ασάλευτη Ζωή
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Συμεωνίδης Χαράλαμπος, (2010). Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι 1-2. Λευκωσία-Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, ISBN 978-960-92762-0-7., τ. Β΄, σ. 1295