Σούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σούλι | τα | Σούλια |
γενική | του | Σουλίου | των | Σουλίων |
αιτιατική | το | Σούλι | τα | Σούλια |
κλητική | Σούλι | Σούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σούλι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shul[1] + -ι < πρωτοαλβανικό *kśul(V)n < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kald- / *klād-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ξύλον
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σού‐λι
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σούλι ουδέτερο
- ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου, μια ομοσπονδία χωριών, γνωστών ως Σουλιωτοχώρια
- ※ και νά σου οι Σπάρτες φύτρωσαν κι εκεί, και νά τα Σούλια!
- Κωστής Παλαμάς, «Ο ύμνος των αντρείων», ποιητική συλλογή Ασάλευτη Ζωή
- ※ και νά σου οι Σπάρτες φύτρωσαν κι εκεί, και νά τα Σούλια!
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Σούλιον (καθαρεύουσα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Συμεωνίδης Χαράλαμπος, (2010). Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι 1-2. Λευκωσία-Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, ISBN 978-960-92762-0-7., τ. Β΄, σ. 1295