Σούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σούλι | τα | Σούλια |
γενική | του | Σουλίου | των | Σουλίων |
αιτιατική | το | Σούλι | τα | Σούλια |
κλητική | Σούλι | Σούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σούλι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shul[1] + -ι < πρωτοαλβανικό *kśul(V)n < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kald- / *klād-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ξύλον
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σούλι ουδέτερο
- ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου, μια ομοσπονδία χωριών, γνωστών ως Σουλιωτοχώρια
- ※ και νά σου οι Σπάρτες φύτρωσαν κι εκεί, και νά τα Σούλια!
- Κωστής Παλαμάς, «Ο ύμνος των αντρείων», ποιητική συλλογή Ασάλευτη Ζωή
- ※ και νά σου οι Σπάρτες φύτρωσαν κι εκεί, και νά τα Σούλια!
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σούλι στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σούλι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία – Θεσσαλονίκη, 2010, τ. Β΄, σ. 1295