Σουλιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /suˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σου‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σουλιώτης αρσενικό (θηλυκό Σουλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από το Σούλι
Συγγενικά επεξεργασία
- σουλιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Σούλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σουλιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σουλιώτης | οι | Σουλιώτηδες |
γενική | του | Σουλιώτη* | των | Σουλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σουλιώτη | τους | Σουλιώτηδες |
κλητική | Σουλιώτη | Σουλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σουλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σουλιώτης < πατριδωνυμικό Σουλιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σουλιώτης αρσενικό (θηλυκό Σουλιώτη ή Σουλιώτου)