Σμόκοβο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σμόκοβο | τα | Σμόκοβα |
γενική | του | Σμόκοβου & Σμοκόβου |
των | Σμόκοβων & Σμοκόβων |
αιτιατική | το | Σμόκοβο | τα | Σμόκοβα |
κλητική | Σμόκοβο | Σμόκοβα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σμόκοβο < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzmo.ko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμό‐κο‐βο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣμόκοβο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ονομασία οικισμών της Ελλάδας, πρώην ονομασία του Πύργου Φθιώτιδας[1] και της Λουτροπηγής Καρδίτσας[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σμόκοβο στη Βικιπαίδεια