πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σμοκοβίτισσα οι Σμοκοβίτισσες
      γενική της Σμοκοβίτισσας των Σμοκοβιτισσών
    αιτιατική τη Σμοκοβίτισσα τις Σμοκοβίτισσες
     κλητική Σμοκοβίτισσα Σμοκοβίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Σμοκοβίτισσα < Σμοκοβίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
ΔΦΑ : /zmo.koˈvi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σμοκοβίτισσα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σμοκοβίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σμοκοβίτης