Σμοκοβίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σμοκοβίτισσα < Σμοκοβίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmo.koˈvi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμο‐κο‐βί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σμοκοβίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σμοκοβίτης
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Σμόκοβο
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σμοκοβίτης
Σμοκοβίτισσα
|