Σμοκοβίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmo.koˈvi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμο‐κο‐βί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σμοκοβίτης αρσενικό (θηλυκό Σμοκοβίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Σμόκοβο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Σμόκοβο
- Σμοκοβίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Σμοκοβίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σμοκοβίτης | οι | Σμοκοβίτηδες |
γενική | του | Σμοκοβίτη* | των | Σμοκοβίτηδων |
αιτιατική | τον | Σμοκοβίτη | τους | Σμοκοβίτηδες |
κλητική | Σμοκοβίτη | Σμοκοβίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σμοκοβίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σμοκοβίτης < πατριδωνυμικό Σμοκοβίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σμοκοβίτης αρσενικό (θηλυκό Σμοκοβίτη ή Σμοκοβίτου)