Σκούρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκούρτης < από παρωνύμιο, αλβανική shkurtër (κοντός) [< λατινική curtus[1] < πρωτοϊταλική *kortos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kr̥tós (κοντός) < *(s)ker- (κόβω)] ή shkurtë (ορτύκι) (→ δείτε και τη λέξη shkurtëz)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskuɾ.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκούρ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκούρτης αρσενικό (θηλυκό Σκούρτη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ή πρωτογερμανική *skurtaz. Guillaume Bonnet, Les mots latins de l’albanais, εκδ. L’Harmattan, Paris–Montreal 1998, σελ. 85, 119, 293, 345n1.
- ↑ Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 78.