↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σινασός οι Σινασοί
      γενική της Σινασού των Σινασών
    αιτιατική τη Σινασό τις Σινασούς
     κλητική Σινασέ Σινασοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σινασός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.naˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐να‐σός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σινασός θηλυκό

  1. πόλη της Καππαδοκίας, το σημερινό Μουσταφα-πασά
  2. Νέα Σινασός: χωριό της Εύβοιας

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία