Σινασίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.naˈsi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σι‐να‐σί‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣινασίτης αρσενικό (θηλυκό Σινασίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από τη Σινασό ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Σινασός
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σινασίτης
|