Πόθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πόθος | οι | Πόθοι |
γενική | του | Πόθου | των | Πόθων |
αιτιατική | τον | Πόθο | τους | Πόθους |
κλητική | Πόθε | Πόθοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πόθος < πόθος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πόθος αρσενικό (θηλυκό Πόθου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πόθος | οἱ | Πόθοι |
γενική | τοῦ | Πόθου | τῶν | Πόθων |
δοτική | τῷ | Πόθῳ | τοῖς | Πόθοις |
αιτιατική | τὸν | Πόθον | τοὺς | Πόθους |
κλητική ὦ! | Πόθε | Πόθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πόθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πόθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πόθος < πόθος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πόθος αρσενικό