Πρότυπο:grc-κλίση-'βέβαιος'
γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | βέβαιος | ἡ | βεβαίᾱ | τὸ | βέβαιον |
γενική | τοῦ/τῆς | βεβαίου | τῆς | βεβαίᾱς | τοῦ | βεβαίου |
δοτική | τῷ/τῇ | βεβαίῳ | τῇ | βεβαίᾳ | τῷ | βεβαίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | βέβαιον | τὴν | βεβαίᾱν | τὸ | βέβαιον |
κλητική ὦ! | βέβαιε | βεβαίᾱ | βέβαιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βέβαιοι | αἱ | βέβαιαι | τὰ | βέβαιᾰ |
γενική | τῶν | βεβαίων | τῶν | βεβαίων | τῶν | βεβαίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | βεβαίοις | ταῖς | βεβαίαις | τοῖς | βεβαίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βεβαίους | τὰς | βεβαίᾱς | τὰ | βέβαιᾰ |
κλητική ὦ! | βέβαιοι | βέβαιαι | βέβαιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βεβαίω | τὼ | βεβαίᾱ | τὼ | βεβαίω |
γεν-δοτ | τοῖν | βεβαίοιν | τοῖν | βεβαίαιν | τοῖν | βεβαίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Δευτερόκλιτα διγενή βαρύτονα επίθετα σε -ος, -ος, -ον με επιπλέον τριγενή κλίση: και θηλυκό σε -α ή σε -η -όταν προηγείται σύμφωνο εκτός από ρο-. Το πρότυπο αναγνωρίζει αυτόματα τις υποκατηφορίες της Ομάδας. Γράφουμε
{{grc-κλίση-'βέβαιος'}}
Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'βέβαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'βέβαιος' (αρχαία ελληνικά) με επιπλέον -α
- Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'φρόνιμος' (αρχαία ελληνικά) με επιπλέον -η
Επίσης, προπερισπώμενα
- Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λαθραῖος' (αρχαία ελληνικά) με επιπλέον -α
- Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ἑτοῖμος' (αρχαία ελληνικά) με επιπλέον -η
|παρατήρηση=
Προσθέτει στον πίνακα κλίσης μια γραμμή με το κείμενο που θα γράψουμε.|λήμμα=
Aν επιθυμούμε να κλίνουμε άλλο λήμμα απ' αυτό της σελίδας όπου βρισκόμαστε.
|θέματα=
Επιπλέον γραμμή όπου συμπληρώνουμε προαιρετικά το θέμα με την προσωδία του
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Για τα δικατάληκτα, το πρότυπο
{{grc-κλίση-'δύσκολος'}}
- Για τα τρικατάληκτα, το πρότυπο
{{grc-κλίση-'δίκαιος'}}
γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | φρόνιμος | ἡ | φρονίμη | τὸ | φρόνιμον |
γενική | τοῦ/τῆς | φρονίμου | τῆς | φρονίμης | τοῦ | φρονίμου |
δοτική | τῷ/τῇ | φρονίμῳ | τῇ | φρονίμῃ | τῷ | φρονίμῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | φρόνιμον | τὴν | φρονίμην | τὸ | φρόνιμον |
κλητική ὦ! | φρόνιμε | φρονίμη | φρόνιμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | φρόνιμοι | αἱ | φρόνιμαι | τὰ | φρόνιμᾰ |
γενική | τῶν | φρονίμων | τῶν | φρονίμων | τῶν | φρονίμων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | φρονίμοις | ταῖς | φρονίμαις | τοῖς | φρονίμοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | φρονίμους | τὰς | φρονίμᾱς | τὰ | φρόνιμᾰ |
κλητική ὦ! | φρόνιμοι | φρόνιμαι | φρόνιμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρονίμω | τὼ | φρονίμᾱ | τὼ | φρονίμω |
γεν-δοτ | τοῖν | φρονίμοιν | τοῖν | φρονίμαιν | τοῖν | φρονίμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Αυτό το πρότυπο χρησιμοποιεί LUA Module:grc-adj-decl/2 |
Καλείται το Module:grc-adj-decl