Πρόξενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πρόξενος < πρόξενος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρόξενος αρσενικό (θηλυκό Πρόξενου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πρόξενος | οἱ | Πρόξενοι |
γενική | τοῦ | Προξένου | τῶν | Προξένων |
δοτική | τῷ | Προξένῳ | τοῖς | Προξένοις |
αιτιατική | τὸν | Πρόξενον | τοὺς | Προξένους |
κλητική ὦ! | Πρόξενε | Πρόξενοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Προξένω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Προξένοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πρόξενος < πρόξενος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρόξενος αρσενικό