Πρωτομαρτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πρωτομαρτιά | οι | Πρωτομαρτιές |
γενική | της | Πρωτομαρτιάς | των | Πρωτομαρτιών |
αιτιατική | την | Πρωτομαρτιά | τις | Πρωτομαρτιές |
κλητική | Πρωτομαρτιά | Πρωτομαρτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΠρωτομαρτιά θηλυκό
- (λαογραφία) η πρώτη ημέρα του Μαρτίου, ημέρα διαφόρων λαϊκών δρώμενων και εθίμων με λατρευτική και μαγική υφή, ως πρώτης μέρας της άνοιξης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πρωτομαρτιά
|