πρωτομαρτιάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτομαρτιάτικος < Πρωτομαρτιά + -ιάτικος
Επίθετο επεξεργασία
πρωτομαρτιάτικος, -η, -ο
- ο αναφερόμενος ή σχετικός με την Πρωτομαρτιά
- πρωτομαρτιάτικο έθιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτομαρτιάτικος
|