πρωτομαρτιάτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.to.maɾˈtça.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐μαρ‐τιά‐τι‐κα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- πρωτομαρτιάτικα < πρωτομαρτιάτικ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
πρωτομαρτιάτικα
- (χρονικό) κατά την πρώτη ημέρα του Μαρτίου (Πρωτομαρτιά)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- πρωτομαρτιάτικα, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρωτομαρτιάτικος στον πληθυντικό < Πρωτομαρτιά < Μάρτιος < λατινικά Martius < Mars (Άρης)
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πρωτομαρτιάτικα | ||
γενική | των | πρωτομαρτιάτικων | ||
αιτιατική | τα | πρωτομαρτιάτικα | ||
κλητική | πρωτομαρτιάτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πρωτομαρτιάτικα ουδέτερο
- (μουσική, λαογραφία) παραδοσιακά τραγούδια που συνηθίζονται να ακούγονται την Πρωτομαρτιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτομαρτιάτικα
|
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- πρωτομαρτιάτικα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρωτομαρτιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτομαρτιάτικος