Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Προυσιώτης αρσενικό (θηλυκό Προυσιώτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Προύσα ή τον Προυσό ή κατοικεί εκεί
  2. ποταμός της Ευρυτανίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Προύσα