προυσιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προυσιώτικος < Προυσιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾuˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρου‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
προυσιώτικος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προυσιώτικος
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Προύσα